19 Ιουνίου 2011

το ελάφι που συμπάσχει



 Ἔλαφός τις διψῶσα κατῆλθεν ἐπί τινα πηγὴν τοῦ ὕδωρ πιεῖν. Ἰδοῦσα δὲ ἐν τῷ ὕδατι τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ὁμοίωμα, τῇ μὲν τῶν ποδῶν λεπτότητι ἀπηρέσκετο, τῇ δὲ τῶν κεράτων μορφῇ ἐπετέρπετο. Ἄφνω δέ τινες ἐφίστανται θηρευταὶ καὶ ταύτην ἐδίωκον. Καὶ καθ᾿ ὅσον μὲν ἐπὶ τῆς πεδιάδος ἔτρεχε τῶν διωκόντων ὑπερεγίνετο, φθάσασα δὲ εἰς ἕλος ἀπροσδοκήτως εἰσελθεῖν, τῶν αὐτῆς κεράτων τοῖς κλάδοις συμπλακέντων, ὑπὸ τῶν διωκόντων καταλαμβάνεται καὶ στενάξασα ἔφη:
«Οἴμοι τῇ ταλαιπώρῳ, ὅτι ἐφ᾿ οἷς ἀπηρεσκόμην ὑπ᾿ αὐτῶν μᾶλλον διεσῳζόμην, οἷς δὲ ἐνεκαυχώμην, ὑπ᾿ αὐτῶν δὴ καὶ ἀπόλλυμαι». (*)

Ο Αισώπειος μύθος δυστυχώς δε μας δίνει περισσότερες πληροφορίες για το δύσμοιρο ελάφι. Άραγε εφονεύθη; Εφυλακίσθη; Τι απέγινε;
Ίσως απλά εββιτρινίσθη επί της οδού Πανεπιστημίου, κι εγένετο ακουσίως συμπάσχων αυτόπτης μάρτυς έτερων ιστοριών με θηράματα και κυνηγούς. 


(*) ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ένα ελάφι διψασμένο κατέβηκε στο ποτάμι να πιει νερό. Καθώς έσκυβε να ξεδιψάσει, είδε στο νερό το είδωλο του. Τα πόδια του φάνηκαν πολύ λεπτά και ντράπηκε. Αντίθετα, θαύμασε τα μεγάλα κέρατά του.
Ξαφνικά, εμφανίστηκαν κυνηγοί κι άρχισαν να το καταδιώκουν. Το ελάφι, όσο έτρεχε στην πεδιάδα, τους ξέφευγε. Κάποτε όμως, έφτασε σ᾿ ένα βάλτο και προσπαθώντας να τον περάσει, πιάστηκαν όμως τα κέρατά του σε κάτι κλαδιά. Την ώρα που το γράπωναν οι κυνηγοί, στέναξε και είπε: «Τί έπαθα, το δύστυχο! Μ᾿ έσωσε η ντροπή μου, και χάνομαι από το καύχημά μου».

4 σχόλια:

  1. Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια, οι πρώτες ύλες της ανάρτησης όμως έκαναν τη διαφορά: καταπληκτικές παρ' όλο που δεν ήταν "φρεσκότατες", νομίζω αυτό που λέμε "all time classic".

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts with Thumbnails