29 Αυγούστου 2015

"οι Επικυρίαρχοι" - Είναι όλα τα μνημόνια ίδια;



Τον πρώτο χρόνο του ερχομού τους η επίδραση της παρουσίας των Επικυριάχων στο ρυθμό της ανθρώπινης ζωής ήταν μικρότερη απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Η σκιά τους ήταν παντού αλλά δεν ήταν καθόλου ενοχλητική. Αν και υπήρχαν πολύ λίγες μεγάλες πόλεις στη Γη που οι άνθρωποι δεν έβλεπαν κάποιο από τα ασημένια σκάφη να γυαλίζη στο στερέωμα, ύστερα από λίγο καιρό η παρουσία τους έγινε κάτι το φυσικό, σαν τον ήλιο, το φεγγάρι ή τα σύννεφα. Κατά πάσα πιθανότητα οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν μιαν αμυδρή μόνο γνώση του ότι η σταθερή ανάπτυξη του βιοτικού τους επιπέδου οφείλονταν στους Επικυρίαρχους. Όταν έβρισκαν καιρό να το σκεφτούν – πράγμα που γινόταν πολύ σπάνια – αντιλαμβάνονταν ότι τα σιωπηλά αυτά πλοία είχαν φέρει την ειρήνη στον κόσμο, για πρώτη φορά στην ιστορία, και τα ευγνωμονούσαν γι αυτό.

Αυτά ήταν όμως αρνητικά και καθόλου εντυπωσιακά οφέλη που τα αναγνώριζαν μεν αλλά σύντομα τα ξεχνούσαν. 

Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, και η ψυχροπολεμική κόντρα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας (ΕΣΣΔ) για την κατάκτηση του διαστήματος έχει ξεκινήσει όταν μεγάλα διαστημόπλοια, λαμπρά, ενός κλάσεις ανώτερου του γήινου πολιτισμού, καταφτάνουν στη Γη. Τα εξωγήινα όντα επικοινωνούν με τους ανθρώπους μέσω του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθών στον οποίο και παραδίδουν το προς πραγμάτωση μανιφέστο τους που επιβάλλει μια σταδιακή μα σειρά υποχρεωτικών καταργήσεων διαμέσου της μόρφωσης και της καλλιεργειας. Προαπαιτούμενα στο μνημόνιο η κατάργηση των εθνικών κρατών, των συνόρων, των θρησκειών, και των πάσης φύσεως ανισοτήτων μεταξύ των έμβιων οργανισμών. Θα μπορούσε δε κανείς να συνοψίσει τις άνωθεν εντολές στις λέξεις Παιδεία, Ισονομία, Ελευθερία. 

Ταυτόχρονα φροντίζουν να μην αποκαλυφθεί η φυσική τους όψη τουλάχιστον για εκείνη την πρώτη πεντηκονταετία της κυριαρχίας τους, όταν η ανθρωπότητα ήταν ακόμη απροετοίμαστη να δεχτεί ως ανώτερούς της κάποιους που η μορφή τους θύμιζε βάναυσα τους διαβόλους κάθε χαρτογραφημένης ή μη θρησκείας.

Οι «Επικυρίαρχοι» ήρθαν στο φοβερό μυαλό του βρετανού Άρθουρ Κλαρκ το 1953, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια πριν καταθέσει το magnus opus (;) του, το  «2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος». 

Το βιβλίο το είχα αγοράσει – πρόταση του βιβλιοπώλη ήταν - όταν ήμουν 7 χρονών σε μια προσπάθεια απογαλακτισμού από την παιδική μελλοντολογία του Ιουλίου Βερν. Το εξώφυλλο μπορεί να με είχε συνεπάρει και να το ‘χα μελετήσει μέχρι τελευταίας πινελιάς αλλά η αλήθεια είναι πως δεν κατάφερα όμως ποτέ να διαβάσω περισσότερες από 2 σελίδες. Παρατημένο έκτοτε σε μια γωνιά της εξοχικής βιβλιοθήκης με περίμενε για δεκαετίες υπομονετικά,μέχρι φέτος το καλοκαίρι που ξέμεινα από αναγνώσματα και το ξανάπιασα στα χέρια μου. 

Κι εκεί στη σκιά του βράχου - σε δυο μέρες μόνο αντί για τους μήνες ανάγνωσης που θα του αφιέρωνα πιτσιρίκος - διάβασα:

Η ανθρώπινη φυλή εξακολουθούσε να λιάζεται στο μακρύ, ανέφελο, καλοκαιρινό απογευματινό της ειρήνης και της ευημερίας. Θα ξαναρχόταν άραγε ποτέ ο χειμώνας; Ήταν κάτι το ασύλληπτο, Η εποχή της λογικής, που την είχαν υποδεχθή πρόωρα οι αρχηγοί της Γαλλικής επαναστάσεως πριν δυόμιση αιώνες, είχε γίνει τώρα πραγματικότητα. Αυτή τη φορά δεν ήταν λάθος.

Υπήρχαν βέβαια και μειονεκτήματα, αν και τα δεχόταν με ευχαρίστηση. Έπρεπε να είναι κανείς πολύ γέρος για να αντιληφθή ότι οι εφημερίδες που τύπωνε κάθε μέρα, σε κάθε σπίτι, το τηλέτυπο ήταν στην ουσία αρκετά ανιαρές. Δεν υπήρχαν πια μυστηριώδεις δολοφονίες για να φέρουν την αστυνομία σε αδιέξοδο και να δημιουργήσουν μέσα σε εκατομμύρια στήθη ηθική αγανάκτηση που συχνά ήταν απωθημένη ζήλεια. Όσες δολοφονίες γίνονταν τώρα δεν ήταν ποτέ μυστηριώδεις. Αρκούσε να γυρίσει κανείς ένα κουμπί – και μπορούσες να δεις το έγκλημα να διαπράττεται ξανά. Το γεγονός ότι υπήρχαν μηχανήματα ικανά για τέτοια πράγματα είχε στην αρχή δημιουργήσει σημαντικό πανικό ανάμεσα στους φιλήσυχους ανθρώπους. Αυτό ήταν κάτι που οι Επικυρίαρχοι, για τα περισσότερα από τα παράξενα της ανθρώπινης ψυχολογίας, δεν είχαν προβλέψει. Χρειάστηκε να γίνει σαφές ότι κανένας ηδονοβλεψίας δε θα ήταν σε θέση να κατασκοπεύη τους συνανθρώπους του, και ότι τα λιγοστά μηχανήματα που βρίσκονταν στα χέρια των ανθρώπων θα ήταν κάτω από αυστηρό έλεγχο.

Kι αυτά όμως τα λίγα σοβαρά εγκλήματα που γίνονταν δεν έπαιρναν σπουδαία θέση στις ειδήσεις. Γιατί οι άνθρωποι με καλή ανατροφή δεν ενδιαφέρονται, σε τελευταία ανάλυση, για τις κοινωνικές γκάφες των άλλων.

Η μέση εργάσιμη εβδομάδα είχε τώρα κάπου είκοσι ώρες - αλλά οι είκοσι αυτές ώρες δεν ήταν αργομισθία. Πολύ λίγες εργασίες είχαν μείνει ρουτινιάρικες, μηχανικές. Το μυαλό των ανθρώπων ήταν κάτι το πάρα πολύ πολύτιμο για να σπαταλάται σε εργασίες που θα μπορούσαν να κάνουν μερικές χιλιάδες τρανζίστορς, μερικά φωτοηλεκτρικά κύτταρα και ένα κυβικό μέτρο τυπωμένων κυκλωμάτων. Υπήρχαν εργοστάσια που λειτουργούσαν εβδομάδες ολόκληρες χωρίς να τα επισκεφτή ούτε ένας άνθρωπος. Οι άνθρωποι χρειαζόταν για να αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, να παίρνουν αποφάσεις, να σχεδιάζουν νέες επιχειρήσεις. Τα ρομπότ έκαναν όλα τα υπόλοιπα. 

Η ύπαρξη τόσο πολύ ελεύθερου χρόνου θα είχε δημιουργήσει πριν ένα αιώνα, πελώρια προβλήματα. Η μόρφωση είχε υπερνικήσει τα περισσότερα, γιατί ένα καλοεφοδιασμένο μυαλό είναι απρόσβλητο από την ανία. Το γενικό επίπεδο μορφώσεως ήταν σε ένα επίπεδο που κάποτε θα φαινόταν φανταστικό. Δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι η εξυπνάδα είχε αυξηθή αλλά ήταν η πρώτη φορά που δινόταν σε όλους η ευκαιρία να αξιοποιήσουν το μυαλό που είχαν.

Οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν δυο σπίτια, σε μέρη του κόσμου που απείχαν πολύ μεταξύ τους. Τώρα που οι πολικές περιοχές είχαν ανοιχθεί, ένα σημαντικό ποσοστό της ανθρώπινης φυλής μετακινιόταν από την Αρκτική στην Ανταρκτική, κάθε έξι μήνες, ζητώντας το μακρύ, χωρίς νύχτες, πολικό καλοκαίρι. Άλλοι είχαν πάει στην έρημο, στα βουνά ή ακόμη μέσα στη θάλασσα, δεν υπήρχε κανένα μέρος πάνω στον πλανήτη όπου η επιστήμη και η τεχνολογία δεν μπορούσαν να σου δημιουργήσουν ένα νέο σπίτι, αν το ήθελες πολύ.

Οι άνθρωποι μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις παραξενιές τους αυτές γιατί είχαν και τον καιρό και το χρήμα. Η κατάργηση των ενόπλων δυνάμεων είχε αμέσως διπλασιάσει σχεδόν τον πλούτο της γης και η αυξημένη παραγωγή είχε κάνει τα υπόλοιπα. Ήταν δύσκολο επομένως να συγκρίνει κανείς το βιοτικό επίπεδο του ανθρώπου του εικοστού πρώτου αιώνα με οποιοδήποτε πρόγονό του. Όλα ήταν τόσο φτηνά, ώστε τα απαραίτητα για τη διαβίωση παρέχονταν δωρεάν, σαν υποχρέωση της πολιτείας προς την κοινωνία, όπως άλλοτε οι δρόμοι, το νερό, ο φωτισμός των δρόμων και η αποχέτευση. Ο καθένας μπορούσε να ταξιδέψη όπου ήθελε, να φάη οτιδήποτε φαγητό ήθελε – χωρίς να δώση ούτε ένα φράγκο. Είχε αποκτήσει το δικαίωμα να το κάνη με το να είναι ένα παραγωγικό μέλος της κοινωνίας.

Υπήρχαν φυσικά και μερικοί κηφήνες, αλλά ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν αρκετά δυνατή θέληση για να αφοσιωθούν σε μια ζωή απόλυτης τεμπελιάς είναι πολύ μικρότερος απ’ότι νομίζεται γενικά. Το να συναντήση κανείς κάτι τέτοια παράσιτα ήταν λιγότερο βαρύ απ’ ό,τι το να συντηρήση τις στρατιές των εισπρακτόρων, των βοηθών στα καταστήματα, των υπαλλήλων των τραπεζών, των χρηματιστών και άλλων, που η κύρια λειτουργία τους ήταν, αν κανείς το έβλεπε από μια παγκόσμια άποψη, να μεταφέρουν εγγραφές από το ένα κατάστιχο στο άλλο.

Είχε υπολογιστεί ότι το ένα τέταρτο σχεδόν της συνολικής δραστηριότητας της ανθρώπινης φυλής ξοδευόταν τώρα σε διάφορα σπορ, από τα πιο καθιστικά, όπως ήταν το σκάκι, ως τις πιο θανατηφόρες απασχολήσεις, όπως ήταν ο συνδυασμός σκι και ανεμόπτερου πάνω στις ορεινές κοιλάδες. Ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα αυτών ήταν η εξαφάνιση των επαγγελματικών σπορτσμαν. Υπήρχαν τόσοι λαμπροί ερασιτέχνες και οι αλλαγμένες οικονομικές συνθήκες είχαν εξαφανίσει σαν άχρηστο το παλιό σύστημα.

Ύστερα από τα σπορ, η ψυχαγωγία σε όλες της τις μορφές, ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανία. Για πάνω από εκατό χρόνια τώρα, υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν πως το Χόλλυγουντ ήταν το κέντρο του κόσμου. Τώρα θα μπορούσαν να πουν πιο έγκυρα, αλλά ήταν επίσης βέβαιο αν έλεγες ότι οι περισσότερες από τις παραγωγές του 2050 θα φαίνονταν ακατανόητα εγκεφαλικές για τους θεατές του 1950. Κάτι είχε βελτιωθεί, το ταμμείο δεν ήταν πια ο κυρίαρχος. 

Μέσα σε όλες τις τρέλλες και τις διασκεδάσεις ενός πλανήτου που τώρα έμοιαζε σαν να ήταν προωρισμένος να γίνει ένας απέραντος χώρος παιχνιδιού, υπήρχαν και μερικοί που εύρισκαν ακόμη καιρό να κάνουν μια αρχαία αλλά πάντοτε αναπάντητη ερώτηση.

Που θα μας βγάλουν όλα αυτά;


-----

Αρθουρ Κλαρκ  (16 Δεκ 1917 – 19 Μαρ 2008)

"No, merely mildly cheerful." απάντησε με το φλεγματικό του χιούμορ ο Άρθουρ Κλαρκ στους επίμονους δημοσιογράφους όταν για την επιβεβαίωση της σεξουαλικότητάς του (την οποία ο ίδιος δεν έκρυβε ιδιαιτέρως)  τον ρώτησαν αν είναι gay. 

20 Αυγούστου 2015

οι αυγουστιάτικες ταφές


[Φλασμπακ]
Βεβαιώθηκαν πως τον είχαν στριμώξει για τα καλά – δυο ώρες τον κυνηγούσαν – και με τα σκουπόξυλα στα χέρια δεν του άφηναν κανένα περιθώριο διαφυγής πριν εκτοξεύσουν πίσω από το έπιπλο με τα πιάτα, τα ποτήρια και τα’ άλλα κουζινικά, το καυτό νερό που έβραζε από ώρα στο κόκκινο κατσαρολάκι. Το θύμα σφάδαξε πριν ξεψυχήσει τουμπανιασμένο κι αυτοί κατά πως τους υπαγόρευε η μέχρι ώρας επιτυχής εκπλήρωση του σχεδίου έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση εισβολής αρουραίου στο σπίτι σήμαναν με ζητωκραυγές τη λήξη του κόκκινου συναγερμού. Γεγονός που χαιρετίστηκε από τα κάτω των 8 ετών μέλη της οικογένειας με την ταυτόχρονη κάθοδό από τα κρεβάτια τους. 

Το πτώμα δε μας άφησαν να το δούμε, δεν είχα και καμιά φοβερή πρεμούρα είναι η αλήθεια να επιμείνω στο αντίθετο, το τύλιξαν με πολλά διαδοχικά στρώματα σακουλών και έτσι φασκιωμένο στο πλαστικό του σάβανο το κρέμασαν στην άκρη του ενός σκουπόξυλου. 

Το πρωί της επόμενης μέρας κι αφού τα νέα για το ολονύκτιο κυνηγητό είχαν διαδοθεί στη μικρή γειτονιά, ο φρικτός θάνατος του εισβολέα έγινε το βασικό θέμα συζήτησης στους κόλπους των ανηλίκων τέκνων των παραθερίζοντων δημοσίων υπαλλήλων.

Τηρών το εθιμοτυπικό ο φονεύς, με το βαρυφορτωμένο σκουπόξυλο στον ώμο, σέρνει την πομπή της ταφής, περήφανος ως γιος του εγώ, ακολουθώ με το ένα από τα δύο σκαλιστήρια της παρέας στο χέρι, και πίσω μου η συνομήλικη λοιπή μαρίδα της καλοκαιρινής γειτονιάς. Ψαρωμένη και αμίλητη. Δυο ανηφόρες και έναν λόφο αργότερα, στη στροφή του δρόμου που οριοθετούσε τις απογευματινές μας βόλτες, το φασκιωμένο πτώμα αποτίθεται στα χωμάτινα πρανή της πευκόφυτης έκτασης και «Αιωνία του η μνήμη», παραχώνεται σιωπηλά κάτω από σωρό από χώματα, πέτρες και δυο κλαδιά που σχηματίζουν έναν σταυρό. 

Για όλους τους συμμετέχοντες, η περιοχή αποκτά έκτοτε το προσωνύμιο «Ο Τάφος του Ποντικού» κι εγώ ακόμα και τώρα κοντά σαράντα χρόνια αργότερα ψάχνω τα ίχνη εκείνης της μέρας κάθε που περνάω από εκεί.

Τη θυμήθηκα την ιστορία σήμερα όταν περπατώντας κύμα-κύμα, τέσσερα ή πέντε κολπάκια πριν φτάσω στην παραλία «μου» συνάντησα το μνήμα της παραπάνω φωτογραφίας. Στην τοποθεσία η οποία πλέον θα ονομάζεται «Ο Τάφος της Χελώνας».

υγ. Βγαίνοντας από τη θάλασσα συνειδητοποιώ πως έχω ξεχάσει να φέρω μαζί μου βιβλίο. Κατεβάζω τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και βυθίζομαι στον κόσμο του μέσω της μικρής οθόνης του αρχαίου πλέον κινητού μου.

19 Αυγούστου 2015

το φιλί του θανάτου 19.08

Federico Garcia Lorca


Δεν γνώριζα την ώρα που ξεκινούσα σήμερα το πρωί στην παραλία (μου) να διαβάζω τo «Φιλί του θανάτου» πως η πλοκή του θα κορυφωνόταν μια μέρα σαν την σημερινή. Μιαν 19η Αυγούστου. Λίγο πριν τελειώσω την ανάγνωσή του τώρα, στη βραδυνή βεράντα αντιλήφθηκα τη σύμπτωση. 

«Το Φιλί του θανάτου» του Ζιλ Βενσάν είναι ένα σύγχρονο noir αστυνομικό μυθιστόρημα – ότι πρέπει για καλοκαίρι – του οποίου η πλοκή και η δράση περιπλέκονται γύρω από τη δολοφονία του Federico Garcia Lorca την 19η Αυγούστου του ‘36 από τα τάγματα ασφαλείας του ισπανού δικτάτορα Franco.

Ευπρόσδεκτα – τουλάχιστον από εμένα - τα κάθε λογής στερεότυπα της αστυνομικής λογοτεχνίας που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για την ανάπτυξη της ιστορίας του. Μιας ιστορίας που ξυπνάει λες από το παρελθόν και θανατηφόρα φτάνει στο 2011 διασχίζοντας ουκ ολίγες από τις μελανές σελίδες της νεότερης ιστορίας της Ισπανίας. Από τη δικτατορία των φασιστών του Φράνκο και την ατιμωρησία πολλών από τους αιματοβαμμένους πρωταγωνιστές της περιόδου μετά την πτώση του καθεστώτος, μέχρι την σύσταση παρακρατικών ομάδων (GAL) από τους τελευταίους σε συνεργασία με τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φελίπε Γκονζάλες για την πάταξη των Βάσκων αυτονομιστών της ΕΤΑ και τις ανίερες συμφωνίες με τη γαλλική κυβέρνηση του Σιράκ.



«Δυο αναρχικοί, ένας κουτσός δάσκαλος κι ένας ποιητής: τα λάφυρα της βραδιάς».



ΤΟ ΣΚΟΡΠΙΟ ΑΙΜΑ (μτφ Νίκος Γκάτσος)


Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο το θάνατό του φορτωμένος. 
Γύρευε να 'βρει την αυγή μα πουθενά η αυγή δεν ήταν. 
Γυρεύει τη σωστή θωριά του και τ' όνειρό του αλλάζει δρόμο. 
Γύρευε τ' όμορφο κορμί του και βρήκε το χυμένο του αίμα. 
Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια που είδε τα κέρατα κοντά του,
όμως οι τρομερές μανάδες ανασηκώσαν το κεφάλι. 

Κι από το βοσκοτόπια πέρα ήρθ' ένα μυστικό τραγούδι
που αγελαδάρηδες ομίχλης τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους. 
Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια μπροστά του για να παραβγεί
ούτε σπαθί σαν το σπαθί του ούτε καρδιά να 'ν' τόσο αληθινή.
Σαν ποταμός από λιοντάρια η ξακουσμένη του αντρειοσύνη,
και σαν σε πέτρα σκαλισμένη η στοχασιά του η μετρημένη. 

Τώρα για πάντα πια κοιμάται. 
Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα με δάχτυλα που δε λαθεύουν 
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του. 
Και το τραγουδιστό του αίμα κυλάει σε βάλτους και λιβάδια, 
γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων, άψυχο στέκει στην ομίχλη,
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια, σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα να γίνει από αγωνία, 
πλάι στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων




Το «Φιλί του θανάτου» (2015,εκδόσεις Καστανιώτη)


17 Αυγούστου 2015

πουθενά


Όπως λειτουργούν οι Κυριακάτικές μου βόλτες στα παζάρια της Αθήνας με τον ίδιο τρόπο ακριβώς αντιλαμβάνονται το μυαλό μου και το σώμα μου τις μοναχικές πρωινές βουτιές του καλοκαιριού στην «παραλία μου». Παρότι αμφότερα κοπιαστικά για το αγύμναστο σώμα μου, νιώθω πως γεμίζω μπαταρίες: ξεκουράζομαι, ξεφορτώνομαι όσες αχρείαστες σκέψεις με παιδεύουν, διασκεδάζω το χρόνο με τον εαυτό μου ενώ χωρίς να το καταλάβω καλά-καλά οριοθετώ τα πλάνα για τις επόμενες μέρες ή τους επόμενους μήνες. Γαληνεύω.

Την «παραλία μου» φέτος δεν την επισκέφτηκα παραπάνω από 2-3 φορές. Δεν πέταξα τα ιδρωμένα από τα δυο ηλιόλουστα χιλιόμετρα ποδαρόδρομου ρούχα μου πάνω στα βότσαλα όσες φορές ενδείκνυται για την ψυχική μου υγεία, δεν διάβασα στη σκιά του μεγάλου βράχου τα βιβλία που αναλογούσαν στους καλοκαιρινούς μήνες, ούτε μάζεψα με το συνήθη ζήλο οσιομάρτυρα τα (άπειρα πλέον) σκουπίδια των ανεγκέφαλων συλλουόμενων της προηγούμενης μέρας. Δεν κολύμπησα όσο θα επιθυμούσα, ούτε ήπια το τσάι μου ρεμβάζοντας το άπειρο με το τσιγάρο να κρέμεται ελάχιστα πάνω από τα γένια μου. Δεν μάζεψα παρά ελάχιστα σύκα στον ανηφορικό δρόμο της επιστροφής.

Δεν γκρινιάζω όμως. Παράπλευρες απώλειες πάντα υπάρχουν στη σκιά των μεγαλύτερων γεγονότων. 

Προχθές που κατάφερα μιαν τέτοια πρωινή «εκδρομή» και προσπάθησα να χωρέσω βιαστικά τις συνήθειες τόσων ετών σε ένα τρίωρο, απέτυχα. Το τοπίο μπορεί να με θυμόταν και να μ’ αγκάλιασε αλλά εγώ μάλλον φάνηκα σα φουριόζος κι αδέξιος εραστής.

Κοιτάζοντας λίγο πριν αποχωρήσω το σαν εξώφυλλο των RIDE πέλαγος μπροστά μου έβγαλα μια μόνο φωτογραφία.

15 Αυγούστου 2015

οι γκρίζες μέρες είναι οι ατέλειωτοι σιωπηλοί δρόμοι μιας έρημης χώρας χωρίς ουρανό


Στο παραδιπλανό κρεβάτι του θαλάμου, γιατί στο διπλανό κοιμάται ένας ετοιμοθάνατος φαρμακοποιός, όπως μπαίνεις αριστερά, είναι ξαπλωμένος ο κύριος Θανάσης. Κάτι σαν ξαφνική άνοια τον χτύπησε μόλις πριν από δυο μέρες και το μυαλό του γύρισε 6 ολόκληρες δεκαετίες προς τα πίσω. Δυο αποδείξεις της εφορίας που έχασε, αυτές για το λάδι, η αιτία. Συγχύστηκε κι ανέβασε πίεση, έτσι πληροφορεί τον καθέναν που έχει λόγο να βρίσκεται σε αυτόν το θάλαμο η κοντόχοντρη γυναίκα του με τα παχιά τοξοτά φρύδια. Το λέει κρατώντας σα να ντρέπεται χαμηλά τον τόνο της φωνής της.

Ο κυρ Θανάσης, κοντούλης μα μικροφτιαγμένος αυτός, ηρεμία δεν έχει. Θέλει να βγει να παίξει έξω στα πεύκα με τα άλλα παιδιά, να φάει το καλαμποκόψωμό του πατώντας τις κάμπιες που σχηματίζουν ατέλειωτες γραμμές κάτω από τα δέντρα - η μια γλύφοντας τα πισινά της άλλης -, να ρίξει μια ματιά πριν κοιμηθεί στα σχολικά διαβάσματα, να πιει το κατσικίσιο γάλα του να μεγαλώσει, να πάει στο στρατό, να δουλέψει στο χωράφι μαζί με τον πατέρα του στην αρχή κι έπειτα βοηθός στο μηχανουργείο της Ελαΐδος, να συνηθίσει πριν λατρέψει τη γεύση του κρασιού, να γνωρίσει την κοντόχοντρη γυναίκα που θα παντρευτεί και να περάσει σαρανταπέντε χρόνια στο πλάι της. Να κάνει κι έναν γιο εντωμεταξύ.

Για να τα προλάβει όλα αυτά όμως πρέπει να σηκωθεί από το κρεβάτι τώρα αμέσως, δεν του πρέπει να χρονοτριβεί. Έτσι, παρ όλη την καλή κι υπάκουη ανατροφή που του δώσαν οι δικοί του, χτυπιέται και μουγκρίζει σαν κακομαθημένο εννιάχρονο παιδί καθώς προσπαθεί να ανακαθίσει στο πολυκαιρισμένο στρώμα. Τα πόδια του - δυο καλάμια που σκίζουν τον αέρα - ψάχνουν ήδη να φορέσουν τις πλαστικές τους παντόφλες. 

 - Είσαι κακό παιδί, θα σε μαλώσω και θα κλαις μετά, του κάνει η μάνα-γυναίκα του ενώ ταυτόχρονα του σκουπίζει με μια βρεγμένη πετσέτα τα αίματα. 

Η βελόνα του ορού έχει σκίσει όσο περισσότερο δέρμα μπορεί από το χέρι του έξαλλου Θανασάκη αλλά αυτός δε μοιάζει να πτοείται. Σε αντίθεση η σύζυγος αγωνιά και πότε τον καλοπιάνει και του χαϊδεύει τα μαλλιά και πότε τον κοπανάει μητρικότατα αλλά δυνατά στα χέρια και τα πόδια. Που και που τον φοβερίζει:

 - Άμα δεν κάτσεις καλά Θανάση, τον αγριεύει θα φωνάξω την αστυνομία. Θα ‘ρθει ο αστυνόμος και θα σε πιάσει του λέει. Να! 

 - Νάτος, ο αστυνόμος ! συνεχίζει και με προτεταμένο το δείκτη του αριστερού της χεριού του δείχνει εμένα. Ο γερασμένος πιτσιρικάς έχει βάλει τώρα όλη τη δύναμη κι όλο το νεύρο του να πεταχτεί από τα σκεπάσματα. Έλα εδώ κυρ Αστυνόμε σε παρακαλώ που δεν μπορώ να τον κάνω καλά. Με κοιτάζει μούσκεμα στον ιδρώτα και καταλαβαίνω πως το εννοεί.

 - Τι έχουμε εδώ; λέω πλησιάζοντας με αβέβαιο βήμα κι ακούγομαι σα χωροφύλακας ή σαν ενωμοτάρχης του 50. Φρόνιμος κύριε Θανάση, σε θέλω φρόνιμο, του λέω κι εκείνος πείθεται και ξαναξαπλώνει. 

Για τρία ολόκληρα λεπτά.

 Οι γκρίζες μέρες είναι μακριοί ήσυχοι δρόμοι μιας έρημης χώρας χωρίς παράδεισο

Στο παραδιπλανό κρεβάτι ο πατέρας μου, σαν εξαϋλωμένη ζωγραφιά του Ελ Γκρέκο, μ’ εκλιπαρεί να αγοράσω τις αγαπημένες του μετοχές ενώ από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα του θαλάμου μπαίνει η φωνή κάποιας Ρουμάνας αποκλειστικής που τραγουδάει το “A casa d’ Irene” .



σημ. ο τίτλος της ανάρτησης είναι ο πρώτος στίχος του "A casa d' Irene"

13 Αυγούστου 2015

XLV σημαίνει σαρανταπέντε


Η οργάνωση της καθιερωμένης γενέθλιας ανάρτησης με τον ετήσιο απολογισμό μου δεν είναι φέτος μια εύκολη και διασκεδαστική υπόθεση. 

"...Αποσυντονισμένος από τον τρόπο που δονείται το τρέχον καλοκαίρι, εστιάζω τα μάτια μου στα δικά σου, προσποιούμαι πως παρακολουθώ τα όσα μου λες κουνώντας ελαφρά κάθε τόσο το κεφάλι μου πάνω κάτω, αλλά στην πραγματικότητα κοιτάζω πέρα από το δεξί σου ώμο με την περιφερειακή μου όραση. Βλέπεις σε σένα δεν είναι τα όσα έχεις στο κεφάλι σου που με ενδιαφέρουν αυτή τη στιγμή..."

Ταυτόχρονα προσπαθώ μάταια - είναι η στυφή καθημερινότητα με την οποία σαν παχύρρευστη κρέμα έχω πασαλειφτεί ακουσίως που με εμποδίζει - να αναλογιστώ τις χαρές και τις λύπες της 44ης χρονιάς, τις ημερομηνίες που λογικά πρέπει να χαράκτηκαν μέσα στα 2 τελευταία εξάμηνα (και για πάντα) στο μυαλό μου, τους ενθουσιασμούς και τις απογοητεύσεις (ιδιαίτερα εκείνες που περιστράφηκαν στη σκιά ΤΗΣ μεγάλης απογοήτευσης), τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, τους φίλους που ήρθαν κι εκείνους που έφυγαν σε αυτές τις 365 ημέρες, τα μονοσέλιδα κόμικ μου, τους καλούς δίσκους, τα "εργασιακά", τα όμορφα ταξίδια, τους στόχους, τις φρέσκες ιδέες - παρότι ενίοτε άκυρες -, το μήνα της κατάθλιψης ή τις εκπομπές μου. Αδύνατον να τα ταξινομήσω μέσα μου όλα αυτά, ούτε λόγος να βγάλω το ισοζύγιο τους – θετικό ή αρνητικό - όπως έκανα τα προηγούμενα χρόνια κάθε τέτοια παραμονή.

Ο μόνος λοιπόν τρόπος που σκέφτηκα προκειμένου να τιμήσω τους 45 Αύγουστους που μεσολάβησαν από εκείνη την Πέμπτη του 1970 όπου κάποιος γιατρός με σήκωσε από τα πόδια κι εγώ με τα μάτια ακόμα γεμάτα ζουμιά πρωτόδα τον κόσμο ανάποδα, είναι ένα mixtape φτιαγμένο με πολυαγαπημένα και ως επί το πλείστον πολυακουσμένα τραγούδια, μέσα από άλμπουμ και 45αρια που κυκλοφόρησαν ένα προς ένα και έτος προς έτος τέτοιο καιρό από το 1970 έως σήμερα:



  • Roberta Flack - The Impossible Dream
  • Mahavishnu Orchestra - You Know You Know
  • The Kinks - Supersonic Rocket Ship
  • Can - Spray
  • Leonard Cohen - Lover Lover Lover
  • Rod Steward - Sailing
  • The Modern Lovers - Astral Plane 
  • Iggy Pop - The Passenger
  • Devo - Mongoloid
  • Talking Heads - Heaven 
  • David Bowie - Ashes to Ashes
  • The Gun Club - Sex Beat
  • Yazoo - Winter Kills
  • The Chameleons - Pleasure & Pain
  • Cyndi Lauper - Time After Time
  • The Cure - Kyoto Song
  • Nick Cave & the Bad Seeds - Hey Joe
  • Tom Waits - Temptation
  • The go Betweens - Streets of your Town
  • Depeche Mode - Personal Jesus
  • Pixies - The Happening
  • Blur - There's No Other Way
  • Luna - Anesthesia
  • The Breeders - Cannonball
  • Dinosaur Jr - Feel the Pain
  • Garbage - Milk
  • Eels - Your Lucky Day in Hell
  • Calexico - Low Expectations
  • Lauryn Hill - To Zion
  • Rowlans S. Howard - White Wedding
  • The Strokes - Hard To Explain
  • Royksopp - So Easy
  • The Raveonettes - Love Can Destroy Everything
  • The Libertines - Arbeit Macht Frei
  • Madness - You Keep me Hangin On
  • The Thermals - Here's Your Future
  • Caribou - Melody Day
  • The Chap - Proper Song
  • Modest Mouse - Satellite Skin
  • Radiohead - A Wolf At The Door (live)
  • Beirut - A Candle's Fire
  • Swans feat Low - Lunacy
  • Franz Ferdinand - Right Action
  • Morrissey - World is None of Your Business
  • The Sweeplings - In too Deep
Χαίρομαι που τον περισσότερο καιρό νιώθω ζωντανός κι εν τέλει το διασκεδάζω που έχω ακόμα όρεξη όταν πέφτω να σηκώνομαι ξανά. Ακόμα και τώρα που η έλξη της γης είναι ακόμα μεγαλύτερη για μένα. Χρόνια μου πολλά.


υγ. Αν κάποιος/α θέλει να κατεβάσει τούτο το αυγουστιάτικο mixtape δεν έχει παρά να κλικάρει στο παρακάτω εικονίδιο.


click pic to download


XLIV σημαίνει σαραντατέσσερα



7 Αυγούστου 2015

αντιμέτωπος με μια ιδιαίτερη λίστα

πλαστικοποιημένο χριστιανικο flyer

Εγώ που με βλέπεις έτσι σε καταλαβαίνω, μου λέει με την ευγενέστατη φωνή του ο σταφιδιασμένος μαυριδερός ταξιτζής που θα με πήγαινε από το νοσοκομείο στο σπίτι, ρουφώντας μια ακόμα καλαμιά φραπέ από το πλαστικό ποτήρι που κρατάει στο ίδιο χέρι με το οποίο κρατάει και το τιμόνι. Στο άλλο χέρι, το αριστερό, καπνίζει σφηνωμένο ανάμεσα στα δάχτυλα ένα τσιγάρο. Σκληρό πράγμα το νοσοκομείο. Κι εγώ μέχρι εχθές εδώ ήμουν. Και όχι σαν επισκέπτης: Έμφραγμα. 
Το 10ο έμφραγμα μέσα σε 8 χρόνια, καταλαβαίνεις! Καταλαβαίνω του λέω, κι αυτός συμπληρώνει πως δεν ήταν μόνο το σερί των εμφραγμάτων που τον έκαναν θαμώνα των νοσοκομείων, αλλά καθώς τυγχάνει και άστεγος – 2 μέρες τη βδομάδα το δουλεύει το ταξί, δεν αντέχει παραπάνω - και Η1Ν1, και μηνιγγίτιδα, και σχιζοειδή κατάθλιψη, και ηπατίτιδα τον είχαν καθηλώσει για μήνες στο κρεβάτι. Α, και σπασμένα πλευρά, και γαστρορραγία και πνευμονία. Και μια μελαγχολία που δεν πήγε κανένας να τον επισκεφτεί.

Μαστουρωμένος από την πνιγηρή αποφορά των χεσμένων από ώρα ηλικιωμένων ασθενών του θαλάμου που παραμένει κολλημένη στα ρουθούνια και τον λάρυγγα τον ακούω – ανίκανος να κλείσω τα αυτιά μου -, προσεκτικά, και ενώ ενστικτωδώς κολλάω το σώμα μου στην πόρτα του συνοδηγού κρεμώντας το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο στο ζεστό αέρα της Κατεχάκη προσπαθώ να του πω πως δεν είναι πρώτης τάξεως κουβέντα εν ώρα κούρσας η παρουσίαση της παραπάνω λίστας - τουλάχιστον σε πελάτη που μόλις έχει βγει από το νοσοκομείο - αλλά εκείνος δε με ακούει.

Πόσω χρονών είσαι τον ρωτάω άμα τέλειωσε το μονόλογό του. Μεθαύριο γίνομαι 50, μου απαντά. 

6 Αυγούστου 2015

ο γιος της Enola Gay Tibbets

 Enola Gay Tibbets
Όταν την 23η Φεβρουαρίου του 1915 η κ, Tibbets έφερνε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι που λίγο αργότερα θα ονόμαζε Paul δε μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως τριάντα χρόνια αργότερα αυτός θα χάριζε ως αξιωματικός της αμερικάνικής αεροπορίας το όνομα της μητέρας του, το δικό της όνομα, στο βομβαρδιστικό αεροπλάνο που πιλόταρε. 


ο Paul Tibbets ξανά στα σπλάχνα της
Enola Gay

4 Αυγούστου 2015

ο ασυνεπής χρόνος του καλοκαιριού


Κι έτσι ο καιρός περνούσε μέσα στη σιωπή χωρίς οι δείκτες να προχωράνε: χρόνος αδιαίρετος και απροσμέτρητος. Μόλις έχασε τα σημεία στήριξής του, ο χρόνος έπαψε να είναι μια συνεχής γραμμή κι έγινε κάτι σαν άμορφο ρευστό που διαστελλόταν και συστελλόταν κατά βούληση. Μέσα σ' αυτό το είδος του χρόνου κοιμόμουν και ξυπνούσα, και σιγά σιγά συνήθιζα όλο και περισσότερο στη ζωή χωρίς τα δικά μου ρολόγια. Εκπαίδευσα το σώμα μου ώστε να καταλαβαίνει πως δε χρειάζομαι πια το χρόνο. Όμως πολύ σύντομα ένιωσα ένα τρομερό άγχος.

Ειν' η αλήθεια πως είχα απελευθερωθεί από την αγχωτική συνήθεια να ελέγχω το ρολόι μου κάθε πέντε λεπτά, αλλά μόλις το πλαίσο του χρόνου εξαφανίστηκε εντελώς, οι κραυγές του κουρδιστού πουλιού μέσα από τις ρωγμές από όπου κρυφάκουγα τη δική μου πραγματικότητα άρχισαν να αραιώνουν. Τότε ήταν που άρχισα να νιώθω την πείνα μου να γίνεται πολύ πιο έντονη. Όχι σαν το γνωστό αίσθημα απουσίας αλλά περισσότερο σα σωματικό πόνο - εντελώς σωματικό κι εντελώς άμεσο - την κατάλαβα την πείνα. Σαν να σε έχουν μαχαιρώσει με λόγχη φτιαγμένη από αλάτι ο πόνος, ασυνεπής, ανέβαινε ξαφνικά φέρνοντας δάκρυα στα μάτια κι όταν δεν υποχωρούσε άμεσα έφτανα σε σημείο να λιποθυμήσω. Χωρίς όνειρα.

1 Αυγούστου 2015

καλό μήνα

Καλό μήνα, μέσα σε βρώμικους γιακάδες από το ζεστό ιδρώτα, μέσα από τις σελίδες παλιών περιοδικών και κόμικ που βρίσκεις στους τόπους καλοκαιρινής σου διαμονής ή στα κουτάκια της αντιβίωσης που πολεμά τις μύξες που σου χάρισε ένα αιρκοντίσιον. 

Καλημέρα η σημερινή με την αβεβαιότητα για την επαύριο να μένει στη ναρκωμένη της μοίρα. 





Related Posts with Thumbnails